- ξεσκίζω
- μετ.1) раздирать, разрывать на куски, рвать на части, обдирать; царапать; 2) перен. раздирать, терзать;
ξεσκίζομαι — разрываться, раздираться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκίζομαι — разрываться, раздираться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκίζω — ξεσκίζω, ξέσκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσκίζω — και ξεσχίζω 1. σχίζω εντελώς, κουρελιάζω 2. γρατσουνίζω («η γάτα τής ξέσκισε το χέρι») 3. μτφ. νικώ κάποιον με μεγάλη διαφορά 4. (το μέσ.) ξεσκίζομαι α) σχίζω το ένδυμα που φορώ («έπεσα κάτω και ξεσκίστηκα») β) κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό… … Dictionary of Greek
ξεσκίζω — ξέσκισα, ξεσκίστηκα, ξεσκισμένος 1. προκαλώ αμυχές, γρατσουνίζω: Ξεσκίστηκα στ αγκάθια. 2. σκίζω ολότελα, κουρελιάζω: Ξέσκισε το βιβλίο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… … Dictionary of Greek
αποσπαράσσω — ἀποσπαράσσω (Α) αποσπώ βίαια, ξεσκίζω … Dictionary of Greek
διαφορώ — διαφορῶ ( έω) (AM) μσν. έχω όφελος, είμαι κερδισμένος αρχ. 1. διασκορπίζω, διαδίδω («κλέος εὐρὺ διὰ ξεῑνοι φορέουσι», Οδ.) 2. παίρνω κάτι και φεύγω 3. λεηλατώ, διαρπάζω 4. κατασπαράσσω, ξεσκίζω 5. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλον 6. εκκρίνω με τον … Dictionary of Greek
καταξεσχίζω — και καταξεσκίζω (Μ καταξεσκίζω και καταξεσχίζω) ξεσκίζω, σχίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, σχίζω εντελώς, κατακομματιάζω νεοελλ. 1. με τα νύχια μου προξενώ πολλές γρατσουνιές, αμυχές, γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, κατασπαράζω («η γάτα τού καταξέσκισε… … Dictionary of Greek
κρεουργώ — (AM κρεουργῶ, έω) [κρεουργός] 1. κόβω το κρέας σε κομμάτια («μετὰ δὲ ῥεύσας ὄϊν τὰ μὲν ἄλλα κρεουργέει τε καὶ εὐωχέεται», Λουκιαν.) 2. κομματιάζω σάρκες, κατακρεουργώ, ξεσκίζω … Dictionary of Greek
μαγουλοσύρνομαι — (Μ) (για γυναίκα που κλαίει) ξεσκίζω με τα νύχια μου τα μάγουλά μου … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξέσκισμα — και ξέσχισμα, το [ξεσκίζω] 1. σχίσιμο, κομμάτιασμα, κουρέλιασμα 2. μικρό σχίσιμο τού δέρματος, αμυχή 3. μτφ. i) αναισχυντία, αναίδεια («το ξέσκισμά της δεν περιγράφεται») ii) εξαχρείωση … Dictionary of Greek